- πλουσιοϋφής
- πλουσιο-ϋφής [pron. full] [ῠ], ές,A richly woven, Tz. ad Lyc.863.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλουσιοϋφής — ες, Μ αυτός που είναι υφασμένος με πολυτελή, πλούσιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. ευ υφής] … Dictionary of Greek